- ευμετάστατος
- εὐμετάστατος, -ον (Α)ευκολομετακίνητος, ασταθής, άστατος («ὑγίεια δὲ τίμιον μέν, ἀλλ' εὐμετάστατον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθ-ίστημι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμετάστατον — εὐμετάστατος unsteady masc/fem acc sg εὐμετάστατος unsteady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)